-
1 ослабление
ослабление с η ελάττωση, η χαλάρωση· \ослабление международной напряжённости η μίωση (или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης* * *сη ελάττωση, η χαλάρωσηослабле́ние междунаро́дной напряжённости — η μείωση ( или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης
-
2 ослабление
-я ουδ.εξασθένιση, αδυνάτισμα•ослабление организма εξασθένιση του οργανισμού.
|| μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || ξέσφι,γμα. || μτφ. χαλάρωση•ослабление дисциплины χαλάρωση της πειθαρχίας•
-международной напряжнности χαλάρωση (ύφεση) της διεθνούς έντασης.
-
3 паралич
-а α.παράλυση•паралич мышц лица παράλυση των μυών του προσώπου•
быть в -έ είμαι παράλυτος•
быть разбитым -ом πέφτω παράλυτος•
он разбит -ом τον χτύπησε παράλυση.
|| μτφ. χαλάρωση, εξασθένηση•полный -πλήρης χαλάρωση, σμπαράλιασμα.
-
4 разлад
-а α.διαφωνία, αντιγνωμία, ετε-ροστασία, ετεροφροσύνη. || διάσταση, γκρίνια• έριδα, φιλονικία•у него разлад с женой αυτός δεν τα πάει καλά (γκρινιάζει) με τη γυναίκα του•
семейный разлад οικογενειακές γκρίνιες.
|| χαλάρωση•разлад в работе χαλάρωση της δουλειάς•
дело пошло на разлад πάει, (ξέφτισε) η υπόθεση.
-
5 ослабление
1. (сигнала, колебаний, волн) η εξασθένιση 2. (кфт) η μείωση 3. (винта, гайки и т.п.) η χαλάρωση, το λασκάρισμα (ξεν.) 4. (вакуума) η απώλεια του κενού 5. (сварного шва) η διάβρωση της ραφής (συγκόλλησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ослабление
-
6 расслабление
η εξασθένισηη χαλάρωση- ять εξασθενίζω, χαλαρώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расслабление
-
7 релаксация
1. тех. η επάνοδος σε κατάσταση ισορροπίας· - напряжений - των τάσεων 2. мед. η χαλάρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > релаксация
-
8 ослабеватьеть
ослабевать||етьсов см. ослабевать и слабеть. ослабить сов см. ослаблять, ослабление с ἡ ἐξασθένιση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ ὑφεση [-ις], ἡ χαλάρωση[-ις]:\ослабеватьеть организма ή. ἐξασθένισις τοῦ ὁργανισμοῦ· \ослабеватьеть давления ἡ ἐλάττωση τῆς πιέσεως· \ослабеватьеть международной напряженности ἡ ἐλάττωση τής διεθνοῦς ἐντάσεως. -
9 разрядка
разряд||каж1. ἡ ὕφεση [-ις], ἡ χαλάρωση τής ἔντασης:\разрядка напряженности в международных отношениях ἡ ὕψεση στίς διεθνείς σχέσεις·2. полигр. ἡ ἀραίωση (τυπογραφικών στοιχείων):набирать в \разрядкаку στοιχειοθετώ ἀραιά, ἀραιώνω. -
10 laxness
noun χαλάρωση -
11 relaxation
[ri:læks-]noun I play golf for relaxation; Golf is one of my favourite relaxations.) ξεκούραση, χαλάρωση: αναψυχή -
12 разрядка
[ραζργιάτκα] ουσ. θ. χαλάρωση, ύφεση, (τυπ.) η αραίωση -
13 разрядка
[ραζργιάτκα] ουσ θ χαλάρωση, ύφεση, (τυπ) η αραίωση -
14 декомпенсация
-и θ. (ιατρ.) χαλάρωση της εξισορρόπι,στς, της αντιστάθμισης. -
15 опускание
-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση.2. απόθεση. || χαλάρωση, χαμήλωμα. || κλείσιμο.3. παράλειψη. || ρίψη, ρίξιμο. || βύθιση.(ιατρ.) πτώση•опускание желудка πτώση του στομάχου.
-
16 опущение
-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση. || χαμήλωμα. || χαλάρωση. || απόθεση, απίθωμα. || ρίψη, ρίξιμο. || βύθιση• παράλειψη.2. (ιατρ.) πτώση•опущение желудка πτώση του στομάχου.
-
17 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
18 распускание
-я ουδ.1. ξέσφιγμα, χαλάρωση, ξελασκάρισμα, μποσκάρισμα.2. διάδοση, διασπορά • κυκλοφορία (φημών, κουτσομπολιών κ.τ.τ.).3. διάλυση•распускание синьки в воде διάλυση του λουλακιού στο νερό.
4. άνοιγμα μπουμπουκιών. -
19 растяжение
-я ουδ.1. βλ. растяжка.2. χαλάρωση ελαστικότητας, βλάβηαπό υπερένταση, ατόνιση• εξάρθρωση.3. καθυστέρηση, τρενάρισμα.4. τέντωμα, έκταση, μήκυνση. βλ. растягивание (2 σημ.).στραμπούλισμα. -
20 слабина
-ы, πλθ. -бины θ.1. αδυνάτισμα, χαλάρωση της έντασης.2. σημείο αδύνατο.εκφρ.выбрать -у – τεντώνω γερά, τεζάρω (ιστιόπανο, συρματόσχοινο κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλάρωση — Όρος της οικονομολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ανακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας που προκαλείται από πρόσκαιρη ανισορροπία μεταξύ των βασικών παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Η χ. παρατηρείται συνήθως όταν η παραγωγή, η… … Dictionary of Greek
χαλάρωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαλαρώνω, το χαλάρωμα. 2. κάμψη, κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατονία — Χαλάρωση των συσταλτών ιστών του οργανισμού που οφείλεται σε συγγενή ή επίκτητα αίτια και προκαλεί ελάττωση της λειτουργικότητας του σχετικού οργάνου, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην α. του στομάχου, του εντέρου και άλλων. * * * η (AM… … Dictionary of Greek
έκλυση — η (AM ἔκλυσις) 1. το να λύνεται, να απελευθερώνεται κάποιος ή κάτι από ό,τι τόν δεσμεύει 2. ηθική χαλάρωση, απαλλαγή από ηθικές δεσμεύσεις «έκλυση ηθών» νεοελλ. φρ. «έκλυση ενέργειας» αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργειας ή ραδιενέργειας και… … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
προάνεσις — έσεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄνεσις «χαλάρωση»] … Dictionary of Greek
σχαστηρία — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση αρχ. 1. είδος τροχοπέδης 2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το… … Dictionary of Greek
φαλάγγωση — η / φαλάγγωσις, ώσεως, ΝΑ [φάλαγξ] νεοελλ. ιατρ. χαλάρωση τού δέρματος τού άνω βλεφάρου αρχ. 1. ιατρ. χαλάρωση ή πτώση τών βλεφαρίδων 2. διστιχία ή τριστιχία τών βλεφαρίδων … Dictionary of Greek
ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… … Dictionary of Greek
περόνη ασφαλείας — Μηχανολογικό εξάρτημα από λεπτό χαλύβδινο (ή άλλου μετάλλου) σύρμα εξέλασης, αναδιπλωμένο γύρω από τον εαυτό του ώστε να σχηματίζει μικρό δακτύλιο στο ένα άκρο του. Τοποθετείται στα άκρα πείρων, για να εμποδίζει την ολίσθησή τους από τις έδρες ή… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek